- αποκαρδίωση
- ηαποθάρρυνση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκαρδίωση — η 1. αποθάρρυνση 2. διάψευση των ελπίδων, απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] … Dictionary of Greek
αποθάρρυνση — η 1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση 2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη] … Dictionary of Greek
αποκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… … Dictionary of Greek
αποκαρδιωτικός, -ή — ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση, απογοητευτικός: Το θέαμα που αντίκριζε ήταν αποκαρδιωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)